- προπηλακισις
- προπηλάκισιςπρο-πηλάκῐσις-εως (ᾰ) ἥ оскорбление, поношение, обида, попреки
(αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προπηλάκισις — contumelious treatment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακίσεις — προπηλάκισις contumelious treatment fem nom/voc pl (attic epic) προπηλάκισις contumelious treatment fem nom/acc pl (attic) προπηλακίζω bespatter with mud aor subj act 2nd sg (epic) προπηλακίζω bespatter with mud fut ind act 2nd sg προπηλακίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοῖς — προπηλάκισις contumelious treatment masc dat pl προπηλακισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοί — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom/voc pl προπηλακισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμοῦ — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen sg προπηλακισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμούς — προπηλάκισις contumelious treatment masc acc pl προπηλακισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμῶν — προπηλάκισις contumelious treatment masc gen pl προπηλακισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμῷ — προπηλάκισις contumelious treatment masc dat sg προπηλακισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμόν — προπηλάκισις contumelious treatment masc acc sg προπηλακισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλακισμός — προπηλάκισις contumelious treatment masc nom sg προπηλακισμός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπηλάκιση — η / προπηλάκισις, ίσεως, ΝΑ [προπηλακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός … Dictionary of Greek